διαγκυλίζομαι

German (Pape)

[Seite 574] = folgdm; Xen. An. 4, 3, 28. 5, 2, 12, in der Form διηγκυλισμένοι.

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. part. διηγκυλισμένος;
c. διαγκυλόομαι.

Russian (Dvoretsky)

διαγκῠλίζομαι: и διαγκῠλόομαι продевать руку через ремень копья (ἀγκύλη), т. е. браться за копье, готовиться к метанию копья Xen.

Greek (Liddell-Scott)

διαγκῠλίζομαι: ἀποθ., (ἀγκύλη) κρατῶ ἀκόντιον ἐκ τῆς ἀγκύλης, μόνον κατὰ παθ. πρκμ. μετοχ. διηγκυλισμένος, ἕτοιμος νὰ ἀκοντίσω, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 28· -οὕτως (ἐκ τοῦ -ἀγκυλόομαι), διηγκυλωμένος αὐτόθι 5. 2, 12· καὶ (ἐκ τοῦ -έομαι) τόξον, κεραυνὸν διηγκυλημένος, ἕτοιμος νὰ ἐξακοντίσῃ τὸν κεραυνόν, Ἡρῳδιαν. 1. 14, Λουκ. Διὶ Ἐλεγχ. 15.

Spanish (DGE)

pasar los dedos por la jabalina para lanzarla, Hsch.

Greek Monolingual

διαγκυλίζομαι (Α)
(μτχ. παρακμ.) διηγκυλισμένος
βλ. διαγκυλούμαι (Ι).

Greek Monotonic

διαγκῠλίζομαι: αποθ. (ἀγκύλη), κρατώ το ακόντιο από το λουρί — Παθ., μτχ. Παθ. παρακ. διηγκυλισμένος, λέγεται για έναν άνδρα, που είναι έτοιμος να εξακοντίσει, να εκσφενδονίσει, σε Ξεν.· ομοίως (από δι-αγκυλόομαι), διηγκυλωμένος, στον ίδ.

Middle Liddell

δι-αγκυλόομαι διαγκυλωμένος ἀγκύλη
Dep. to hold a javelin by the thong Pass., perf. part. pass. διηγκυλισμένος, of a man, ready to shoot, Xen.:—so (from διαγκυλόομαι), διηγκυλωμένος Xen.