διαδικασμός
From LSJ
Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert
English (LSJ)
ὁ, lawsuit: contention, challenge, controversy Aq.Ez.48.28.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ disputa Aq.Ez.48.28.
German (Pape)
[Seite 576] ὁ, Rechtshandel, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
διαδῐκασμός: ὁ, δίκη, διαδικασία, ἀγών, προσπάθεια, Ἀκύλ. Π. Διαθ.
Greek Monolingual
διαδικασμός, ο (Α)
η δίκη, ο αγώνας, η διαδικασία, η προσπάθεια.