διαθρίζω

From LSJ

Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete

Plato, Symposium, 192e10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαθρίζω Medium diacritics: διαθρίζω Low diacritics: διαθρίζω Capitals: ΔΙΑΘΡΙΖΩ
Transliteration A: diathrízō Transliteration B: diathrizō Transliteration C: diathrizo Beta Code: diaqri/zw

English (LSJ)

shortd. from διαθερίζω, Q.S.8.322.

Spanish (DGE)

segar, cortar διέθρισε δ' αὐχένος ἶνας ἄντικρυς ἀίξας Q.S.8.322, ἀγκύλα νεῦρα Q.S.11.53, ἀνθερεῶνα Nonn.D.15.33, 28.93, αὐχένα Nonn.D.14.371, 46.216; cf. διαθερίζω.

German (Pape)

[Seite 579] = διαθερίζω, durchschneiden, Qu. Sm. 8, 322.

Greek (Liddell-Scott)

διαθρίζω: συντετμημένον ἐκ τοῦ διαθερίζω, κόπτω (τοὺς στάχυς), Κόϊντ. Σμ. 8. 322.