διαθρίζω
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
shortd. from διαθερίζω, Q.S.8.322.
Spanish (DGE)
segar, cortar διέθρισε δ' αὐχένος ἶνας ἄντικρυς ἀίξας Q.S.8.322, ἀγκύλα νεῦρα Q.S.11.53, ἀνθερεῶνα Nonn.D.15.33, 28.93, αὐχένα Nonn.D.14.371, 46.216; cf. διαθερίζω.
German (Pape)
[Seite 579] = διαθερίζω, durchschneiden, Qu. Sm. 8, 322.
Greek (Liddell-Scott)
διαθρίζω: συντετμημένον ἐκ τοῦ διαθερίζω, κόπτω (τοὺς στάχυς), Κόϊντ. Σμ. 8. 322.