διαθερίζω
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
A pass the summer, Lyd.Mag.1.46.
II cut asunder, Hsch. s.v. διαμῆσαι.
Spanish (DGE)
1 pasar el verano Lyd.Mag.1.46.
2 cortar en pedazos Hsch.s.u. διάμησε; cf. διαθρίζω.
German (Pape)
[Seite 578] 1) den Sommer hinbringen, Laur. Lyd. – 2) bei Hesych. = durchschneiden, mähen.
Greek (Liddell-Scott)
διαθερίζω: διέρχομαι τὸ θέρος, Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχ. 1. 46. ΙΙ. διακόπτω, διατέμνω, Ἡσύχ. ἐν λ. διαμῆσαι.
Greek Monolingual
(Α διαθερίζω) θερίζω
παραθερίζω
αρχ.
διατέμνω, διακόπτω.