διαλαλιά

From LSJ

ἀξιοπιστόστερα εἰσί τραύματα φίλου ἢ ἐκούσια φιλήματα ἐχθροῦ → faithful are the wounds of a friend; but the kisses of an enemy are deceitful

Source

Spanish (DGE)

-ᾶς, ἡ
1 orden verbal ἀπὸ διαλαλιᾶς στρατευσαμένους Lyd.Mag.3.67, ἀπὸ διαλαλιᾶς τοῦ βασιλέως Euagr.Pont.HE 2.18 (p.91.28)
informe oral, PFlor.304.4 (VI d.C.).
2 jur. investigación o discusión preliminar ante un magistrado, trad. de lat. interlocutio ἐκ διαλαλιᾶς φοβερωτάτων δικαστηρίων PMasp.97ue.D.86 (VI d.C.), cf. PLond.1674.45, POxy.1829.13, 1837.3 (todos VI d.C.), Cod.Iust.4.20.16.
3 lengua, idioma ἡ Αἰγυπτιακὴ δ. e.e. el copto, Mitteis Chr.319.69 (VI d.C.).

Greek Monolingual

η (AM διαλαλία)
1. διακήρυξη, διάγγελμα
2. διάδοση, φήμη
νεοελλ.
παράγγελμα, σύνθημα
αρχ.-μσν.
προφορική εξέταση μάρτυρα
αρχ.
απόφαση.