διαμαγεύω
From LSJ
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
English (LSJ)
charm with magic arts, Luc.Am.41 (Pass.).
Spanish (DGE)
encantar, hechizar en v. pas. ἐπειδὰν ... ὅλον τὸ σῶμα ... ἐξαπατῶντι κάλλει διαμαγευθῇ Luc.Am.41.
German (Pape)
[Seite 588] verzaubern, σῶμα κάλλει Luc. Am. 41.
Russian (Dvoretsky)
διαμᾰγεύω: околдовывать, зачаровывать: δ. τὸ σῶμα ἐξαπατῶντι κάλλει ирон. Luc. наводить на себя обманчивую красу.
Greek (Liddell-Scott)
διαμᾰγεύω: θέλγω διὰ μαγικῶν μέσων ἢ τεχνασμάτων, Λουκ. Ἔρωσ. 41.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-μαγεύω betoveren.