διανοητέον

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διανοητέον Medium diacritics: διανοητέον Low diacritics: διανοητέον Capitals: ΔΙΑΝΟΗΤΕΟΝ
Transliteration A: dianoētéon Transliteration B: dianoēteon Transliteration C: dianoiteon Beta Code: dianohte/on

English (LSJ)

one must think, ib.626d, Plu.2.434b, etc.

Spanish (DGE)

hay que pensar c. περί y gen. τόδε γε μὴν ἕν τι δ. περὶ πάντων αὐτῶν Pl.Ti.63e, ταὐτὸν δὴ καὶ περὶ τῆς παρ' ἡμῖν κοιλίας δ. Pl.Ti.78a, cf. Plu.2.434b, καὶ περὶ πολιτείας Plu.2.796e, περὶ πάντων Dam.in Prm.279, c. or. interr. ὁποῖόν ἐστι τὸ κακόν Epiph.Const.Haer.66.15.4, ὅπως ἔχουσιν ἀληθείας Dam.in Prm.320
hay que considerar αὐτῷ δὲ πρὸς αὑτὸν πότερον ὡς πολεμίῳ πρὸς πολέμιον δ.; y uno mismo con respecto a sí mismo ¿ha de considerarse también como enemigo a enemigo? Pl.Lg.626d, δ. ὡς ἁγιώτατα συμβόλαια ὄντα Pl.Lg.729e.

Greek (Liddell-Scott)

διανοητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ σκεφθῇ, Πλάτ. Νόμ. 626D, κτλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διανοητέον [διανοέω] adj. verb. van διανοέομαι er moet gedacht worden.