διαξηραίνω
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
English (LSJ)
dry quite up, D.S.1.10.
Spanish (DGE)
resecar τὴν πρώτην τῆς ἵλυος ὁ ἥλιος D.S.1.10, glos. a διατερσαίνω Hsch.
German (Pape)
[Seite 593] ganz austrocknen, D. Sic. 1, 10.
Russian (Dvoretsky)
διαξηραίνω: просушивать, высушивать (τὴν ἱλύν Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
διαξηραίνω: μέλλ. -ᾰνῶ, ἐντελῶς ξηραίνω, Διόδ. 1. 10.
Greek (Liddell-Scott)
διαξηραίνω: μέλλ. -ᾰνῶ, ἐντελῶς ξηραίνω, Διόδ. 1. 10.
Greek Monolingual
(Α διαξηραίνω) ξηραίνω
καταξηραίνω, στεγνώνω κάτι εντελώς.