διαπόλλυμι
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
destroy utterly, Thphr. HP 8.10.3.
Spanish (DGE)
1 destruir por completo διαπόλλυσι δὲ καὶ ἥλιος ... ἄμφω καὶ μάλλον πυρὸν ἢ κριθήν Thphr.HP 8.10.3, δμηθῆναι· διαπολέσθαι Hsch.
2 perder por completo τὴν ἐπίγνωσιν τῆς ὄψεως ... τὸ σῶμα Lyd.Mens.4.26.
German (Pape)
[Seite 596] (s. ὄλλυμι), ganz zu Grunde richten, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
διαπόλλῡμι: παντελῶς καταστρέφω, Θεόφρ. Ι. Φ. 8. 10. 3.