ψυχαγωγώ

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

ψυχαγωγῶ, -έω, ΝΜΑ
τέρπω, ευφραίνω την ψυχή
μσν.-αρχ.
ενθαρρύνω ή παρηγορώ κάποιον
αρχ.
1. (για τον Ερμή) οδηγώ τις ψυχές τών νεκρών στον Κάτω Κόσμο
2. ανακαλώ με θυσίες και διάφορες μαγγανείες τις ψυχές από τον Άδη
3. (κυρίως για ομιλητές) προσελκύω, σαγηνεύω
4. παραπλανώ, εξαπατώ
5. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) εξαπατώ κάποιον προκειμένου να τον πουλήσω για δούλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. με την αρχ.-μσν. σημ. έχει σχηματιστεί από το αρχ. ψυχαγωγός. Ωστόσο, ήδη από την ελληνιστική εποχή και κατ' εξοχήν στη Νέα Ελληνική, χρησιμοποιείται με σημ. «τέρπω, ευφραίνω την ψυχή, διασκεδάζω» (βλ. λ. ψυχαγωγία)].