διασταλτικός
φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else
English (LSJ)
διασταλτική, διασταλτικόν,
A serving to distinguish, προσώπων A.D.Adv.185.10, cf. D.L.4.33, Eust. 1610.3; antithetic, A.D.Pron.24.12. Adv. διασταλτικῶς ib.49.24, Eust.73.31.
II of Music, exciting, exalting, Aristid. Quint.1.12, Cleonid. Harm.13.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1gram. que distingue, que expresa una diferencia respecto de la persona gramatical τὰ ἐπιρρήματα οὐκ ἔστι προσώπων διασταλτικά A.D.Adu.185.10, cf. Pron.24.12, Sch.Er.Il.1.214b, πρὸς ἀκρίβειαν διασταλτικὴν ὁμωνυμίας Eust.1610.3, cf. 922.8, διασταλτικαὶ φωναί palabras distintivas de realidades diferentes, Gr.Nyss.Ref.Eun.322.8.
2 medic. diastólico, dilatador δύναμις δ. καὶ συσταλτική Gal.9.298.
3 mús. diastáltico, que exalta o eleva el espíritu op. συσταλτικός y ἡσυχαστικός: τὴν δὲ διασταλτικήν (μελοποιίαν), δι' ἧς τὸν θυμὸν ἐξεγείρομεν la composición exaltadora, mediante la cual elevamos el espíritu Aristid.Quint.30.13 (cód.), 40.15 (cód.), Cleonid.Harm.13, Ptol.Harm.106.14 (cód.).
II adv. -ῶς gram. distintivamente, de modo o con propósito distintivo A.D.Pron.49.24, τὸ «πολέμοιο τέρας ἔχουσαν» δ. ἐρρέθη πρὸς ἑτέρας ἔριδας lo de «sosteniendo una señal de guerra» fue dicho para distinguirla de otras Érides Eust.826.37, κοῖλαι (νῆες) μέντοι οὐ δ. ὀνομάζονται Eust.73.31, cf. Sch.Er.Il.3.160a, Sch.E.Med.334.
German (Pape)
[Seite 603] ή, όν, trennend, unterscheidend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διασταλτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς ἢ χρήσιμος πρὸς διαστολήν, Ἀπολλ. Δύσκολ. περὶ Ἀντων. 289Β, Εὐστ. 1610. 3. - Ἐπίρρ. -κῶς ὁ αὐτ. 73. 31. ΙΙ. ἐπὶ μουσικῆς, ἱκανὸς νὰ ἐξυψώσῃ τὴν ψυχήν, Ἀριστ. Κοϊντιλ. σ. 30.
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. ικανός να διαστέλλει ή να διαστέλλεται
2. «διασταλτική ερμηνεία νόμου» — η ερμηνεία η οποία επεκτείνει την έννοια του νόμου σε θέματα που δεν περιλαμβάνονται στο γράμμα του νόμου αλλά ανταποκρίνονται στο πνεύμα του.