διαφιλονεικέω
German (Pape)
[Seite 611] unter einander wetteifern; καὶ ἀγωνίζεσθαι ἐν τοῖς λόγοις Arist. soph. el. 3; Plut. Alex. 29; πρός τινα, Iambl. v. Pyth. 22.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. διεφιλονείκησα;
être en lutte, disputer fortement avec qqn.
Étymologie: διά, φιλονεικέω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): -φιλονικέω Plu.Alex.29
1 intr. disputar, rivalizar Arist.SE 165b13, Plu.l.c., D.L.3.34, ἀλλήλαις Gal. en Phot.Bibl.107a34, πρὸς τοὺς τοιούτους Iambl.VP 101, ὁ υἱὸς τῷ πατρί Clem.Al.Strom.4.13.92, περὶ τῆς κλήσεως Phot.Bibl.149b9, περὶ τῶν ὑμετέρων καλῶν Sch.Pi.O.13.63a.
2 tr. debatir ταῦτα ... ἐς ἀλλήλους Procop.Vand.1.19.18, πολλά Procop.Goth.4.15.2.
Russian (Dvoretsky)
διαφῐλονεικέω: вести упорную борьбу, состязаться (ἐν τοῖς λόγοις Arst.; ἀγωνίζεσθαι πρὸς ἀλλήλους καὶ δ. Plut.): ὥσπερ διαφιλονεικοῦντες Diog. L. как бы соревнуясь (друг с другом).