διδυμόκτυπος
From LSJ
English (LSJ)
διδυμόκτυπον, double-sounding, ib.20.307; ἠχώ ib.36.12.
Spanish (DGE)
(δῐδῠμόκτῠπος) -ον
1 golpeado por ambos lados, que produce un redoble de un tambor, Nonn.D.20.307.
2 que produce doble sonido, que duplica el sonido, que devuelve el sonido ἠχώ Nonn.D.36.12.
German (Pape)
[Seite 616] doppeltosend, πολέμου – ἠχώ Nonn. D. 36, 12.
Greek (Liddell-Scott)
δῐδῠμόκτυπος: -ον, διπλοῦν ἦχον παράγων, Νόνν. Δ. 20. 307.
Greek Monolingual
διδυμόκτυπος, -ον (Α)
αυτός που παράγει διπλό ήχο ή χτύπο.