διεξανθίζω
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
variegate with flowers, cj. Pors. in Eub.99.
Spanish (DGE)
formar de flores variadas en v. pas. στέφανοι Eub.99 (cj. en ap. crít.).
German (Pape)
[Seite 619] Eub. bei Ath. XV. 679 a, στέφανοι διεξηνθισμένοι, emend. für διηνθημένοι, mit Blumen geschmückt.
Greek (Liddell-Scott)
διεξανθίζω: ποικίλλω τι δι’ ἀνθέων, Εὔβουλ. Στεφ. 4.