διηυκρινημένως
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
English (LSJ)
Adv., (διευκρινέω) carefully, exactly, v.l. in D.S. 1.93.
Greek (Liddell-Scott)
διηυκρῐνημένως: ἐπίρρ. τοῦ διευκρινέω, Διόδ. 1. 93.
Russian (Dvoretsky)
διηυκρῐνημένως: совершенно точно, тщательно (διατάσσειν τι Diod.).
German (Pape)
sorgfältig, genau, DS. 1.93.