διευκρινέω

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διευκρῐνέω Medium diacritics: διευκρινέω Low diacritics: διευκρινέω Capitals: ΔΙΕΥΚΡΙΝΕΩ
Transliteration A: dieukrinéō Transliteration B: dieukrineō Transliteration C: diefkrineo Beta Code: dieukrine/w

English (LSJ)

A pf. διευκρίνηκα Phld.Rh.2.47 S.:—arrange carefully, διηυκρινημένοι ὁπλῖται X.Oec.8.6.
II examine thoroughly, elucidate, ὑπέρ τινος Plb.2.56.4; περί τινος ποτέροις… Id.3.28.5; τὰ ἀπορούμενα D.H.Comp.20, cf. Phld.l.c., Porph.Abst.2.4, etc.:—Pass., ὁ περί τινος λόγος -εῖται Plb.6.5.1, cf. Iamb.Myst.8.4, al.:—Att., only in Med., as Pl.Prm.135b, D.27.15.
2 judge rightly, τὰ διαφέροντα Plb.31.8.1, al.

Spanish (DGE)

• Morfología: [perf. sin red. διευκρίνηκα Phld.Rh.2.47, D.S.1.90]
I 1separar καθαρὸν δὲ τὸν καρπόν Luc.Anach.25, en v. pas. ὅπως ... ἡ θυσία καὶ ἡ ἑστίασις συντελεσθῇ διευκρινουμένων τῶν τε κατὰ τὰς πομπὰς καὶ τὰς θυσίας Didyma 488.11 (II a.C.), τὸ θεῖον ... διευκρινηθὲν ὑπὸ τοῦ πυρός Luc.Herm.7.
2 ordenar bien en v. pas. διηυκρινημένοι ὁπλίται X.Oec.8.6, cf. 9.
II 1examinar con detalle, analizar ὅσα δὲ συνεπιβάλλει τοῖς ... καιροῖς Plb.2.56.4, cf. 3.28.5, D.S.l.c., τὰ πρὸς τοὺς Γαλάτας διαφέροντα τῷ βασιλεῖ Plb.31.8.1, τὸ δ' ἀκόλουθον ἐν τοῖς πράγμασιν οὐ διευκρίνηκεν Phld.l.c., τὰ περὶ τὴν Ἑλλάδα D.S.20.101, cf. 3.38, τὰ παρὰ πολλοῖς ἀπορούμενα D.H.Comp.20.25, τὸ περὶ τῶν θυσιῶν σκέμμα Porph.Abst.2.4, en v. pas. διευκρινεῖται λόγος παρὰ Πλάτωνι Plb.6.5.1, cf. Iambl.Myst.8.4
en v. med. mism. sent. πάντα ἱκανῶς Pl.Prm.135b.
2 distinguir claramente en v. med. τοῦτ' οὖν διευκρινησάμενος así que después de dejar claro este asunto D.27.15, en v. pas. τὸ πιθανὸν τό τ' ἀμφιβόλως λεγόμενον διευκρινεῖσθαι D.L.7.47, ἵνα διευκρινηθῶσιν αἱ ὑποστάσεις Ath.Al.M.28.1225B, cf. Arr.Epict.2.11.18, Didym.M.39.924C.
3 resolver πρόβλημα Cic.Att.132.2, cf. 131.3.

French (Bailly abrégé)

διευκρινῶ :
séparer avec soin, disposer séparément en bon ordre, distinguer, examiner avec soin.
Étymologie: διά, εὐκρινέω.

German (Pape)

genau scheiden, gutordnen; τίς οὐκ ἂν πολεμίους φοβηθείη, ἰδὼν διευκρινημένους ὁπλίτας, ἱππέας, πελταστάς Xen. Oec. 8.6; trennen ist der Hauptbegriff bei Luc. Hermot. 7; dah. = richtig beurteilen, Pol. 3.22.3 und öfter; bes. διαφοράς, Streitigkeiten entscheiden, 24.4.7; τινὶ περί τινος, 31.9.7. – Bei den Früheren nur med., = gut beurteilen und entscheiden; Plat. Parm. 135b; Dem. 27.15.

Russian (Dvoretsky)

διευκρῐνέω:
1 тщательно разделять, приводить в порядок (ὁπλίτας, ἱππέας, πελταστάς Xen.);
2 строго разграничивать (τὸ πιθανὸν τό τ᾽ ἀμφιβόλως λεγόμενον Diog. L.);
3 отделять от примесей, очищать (διευκρινηθεὶς ὑπὸ τοῦ πυρός Luc.);
4 тщательно разбирать, исследовать (ὑπέρ и περί τινος Polyb.; med. τι Plat., Dem.);
5 (раз)решать, разбирать (τὰς διαφοράς и τὰ διαφέροντα, тж. περί τινος Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

διευκρῐνέω: ἀκριβῶς χωρίζω, τακτοποιῶ ἐπιμελῶς, Ξεν. Οἰκ. 8, 6, ἐν τῷ παθ. ΙΙ. ἐξετάζω ἀκριβῶς, ἀναλύω, Πολύβ. 2. 56, 4, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 20 ἐν τέλ. ἀλλὰ παρὰ παλαιοτέροις συγγραφ. ἡ σημασία αὕτη μόνον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὡς Πλάτ. Παρμ. 135Β, Δημ. 818. 13. 2) κρίνω ὀρθῶς, Πολύβ. 3. 22, 3 κ. ἄλλ.

Greek Monotonic

διευκρῐνέω: μέλ. -ήσω, ξεχωρίζω με ακρίβεια, τακτοποιώ προσεκτικά, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ήσω
to separate accurately, arrange carefully, Xen.