διοδοποιέω
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
= διοδοιπορέω (travel through), dub.l. in Thphr. Ign. 59.
Spanish (DGE)
abrirse camino a través, penetrar del vinagre, Thphr.Ign.59.
Greek (Liddell-Scott)
διοδοποιέω: ποιῶ δίοδον, ἐσφαλμ. γραφ. παρὰ Θεοφρ. π. Πυρ. 59, ἀντὶ δίοδον ποιεῖν.
German (Pape)
einen Weg durch etwas machen, Theophr.