διοιστέον
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
English (LSJ)
(διαφέρω) one must move round, ὄμμα πανταχῇ E.Ph. 265.
Spanish (DGE)
hay que llevar, hay que dirigir ὄμμα πανταχῇ δ. κἀκεῖσε καὶ τὸ δεῦρο, μὴ δόλος τις ᾖ E.Ph.265.
German (Pape)
adj. verb. zu διαφέρω, Eur. Phoen. 272.
Russian (Dvoretsky)
διοιστέον: adj. verb. к διαφέρω.
Greek (Liddell-Scott)
διοιστέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ διαφέρω, ὄμμα πανταχῆ Εὐρ. Φοιν. 265.
Greek Monotonic
διοιστέον: ρημ. επίθ. του διαφέρω (διοίσω, μέλ. του διαφέρω), πρέπει κάποιος να κινήσει γύρω, σε Ευρ.