διφαλαγγάρχης
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
English (LSJ)
διφαλαγγάρχου, ὁ, leader of a διφαλαγγαρχία, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
διφᾰλαγγάρχης: -ου, ὁ, ἀρχηγὸς διφαλαγγίας, Σουΐδ.· -δῐφᾰλαγγαρχία, ἡ, ἀρχηγία διφαλαγγάρχου, Αἰλ. Τακτ. 40, Ἀρρ. Τακτ. 13.
Greek Monolingual
διφαλαγγάρχης, ο (Α)
ο επικεφαλής διφαλαγγίας.
German (Pape)
ὁ, Befehlshaber von zwei Phalangen, 8192 Mann, Suid.