Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
Full diacritics: δῐχόγνωμος | Medium diacritics: διχόγνωμος | Low diacritics: διχόγνωμος | Capitals: ΔΙΧΟΓΝΩΜΟΣ |
Transliteration A: dichógnōmos | Transliteration B: dichognōmos | Transliteration C: dichognomos | Beta Code: dixo/gnwmos |
διχόγνωμον, ambiguous, Sch.E.Or.890.
-ον ambiguo glos. a διχόμυθος Sch.E.Or.889.
διχόγνωμος: -ον, ἀμφίβολος, Σχόλ. Εὐρ. Ὀρ. 890.
-η, -ο (Α διχόγνωμος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που διαφωνεί
αρχ.
αμφίβολος, αμφίλογος, διφορούμενος.