διχόγνωμος

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐχόγνωμος Medium diacritics: διχόγνωμος Low diacritics: διχόγνωμος Capitals: ΔΙΧΟΓΝΩΜΟΣ
Transliteration A: dichógnōmos Transliteration B: dichognōmos Transliteration C: dichognomos Beta Code: dixo/gnwmos

English (LSJ)

διχόγνωμον, ambiguous, Sch.E.Or.890.

Spanish (DGE)

-ον ambiguo glos. a διχόμυθος Sch.E.Or.889.

Greek (Liddell-Scott)

διχόγνωμος: -ον, ἀμφίβολος, Σχόλ. Εὐρ. Ὀρ. 890.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α διχόγνωμος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που διαφωνεί
αρχ.
αμφίβολος, αμφίλογος, διφορούμενος.