δοριμήστωρ

English (LSJ)

-ορος, ὁ, master of the spear, E.Andr.1016 (lyr.).

Spanish (DGE)

(δορῐμήστωρ) -ορος
• Alolema(s): δορυ- Hsch.
experto en la lanza, e.e., en la guerra Ἐνυάλιος E.Andr.1016, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 658] heißt Ἐνυάλιος Eur. Andr. 1016, der Schlachtenlenker.

French (Bailly abrégé)

ορος;
adj. m.
passionné pour les combats litt. pour la lance.
Étymologie: δόρυ, μήδομαι.

Russian (Dvoretsky)

δοριμήστωρ: ορος ὁ опытный воин Eur.

Greek (Liddell-Scott)

δορῐμήστωρ: -ορος, ὁ, κύριος, ἔμπειρος τοῦ δόρατος, τοῦ πολέμου, Εὐρ. Ἀνδρ. 1016.

Greek Monolingual

δοριμήστωρ (-ορος), ο (Α)
ο έμπειρος στο δόρυ, εμπειροπόλεμος.

Greek Monotonic

δορῐμήστωρ: -ορος, ὁ, έμπειρος στη χρήση του δόρατος, εμπειροπόλεμος, σε Ευρ.

Middle Liddell

δορῐ-μήστωρ, ορος, n
master of the spear, Eur.