δοχαῖος
From LSJ
Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist
English (LSJ)
α, ον, fit for holding, σκαφίδες Nic.Th.618; κραδίην Id.Al.21 (s.v.l., Sch. δοχεῖον).
Spanish (DGE)
-η, -ον
1 receptor, contenedor ἐν σκαφίδεσσι δοχαίαις φαρμάσσων Nic.Th.618.
2 subst. ἡ δ. recipiente, receptáculo fig. δοχαίην ... στομάχοιο otro n. del cardias Nic.Al.21, cf. Eutecnius Al.Par.p.56.24, S.E.M.1.317.
German (Pape)
[Seite 663] aufnehmend, zum Aufnehmen dienend; σκαφίδες Nic. Th 618; vgl. Al. 21.
Greek (Liddell-Scott)
δοχαῖος: -α, -ον, κατάλληλος πρὸς δοχήν, δεκτικός, Λατ. capax, Νίκ. Θ. 618, Ἀλ. 21.