δυσβάϋκτος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 677] sehr jammernd; Aesch. Pers. 566; aber 1026 u. 1030 ist δύσβατος αἶα vorzuziehen, zum Unglücke betreten.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui pousse des cris lamentables.
Étymologie: δυσ-, βαΰζω.
Russian (Dvoretsky)
δυσβάϋκτος: горестно рыдающий, душераздирающий (αὐδά Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσβάϋκτος: -ον, λίαν θρηνῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 574.
Spanish (DGE)
-ον que lanza gritos desgarradores αὐδά A.Pers.574.
Greek Monotonic
δυσβάϋκτος: -ον (βαΰζω), πολύ θρηνητικός, σε Αισχύλ.