δόσκον
From LSJ
English (LSJ)
Ep. iterative of δίδωμι (q.v.).
Spanish (DGE)
v. δίδωμι.
French (Bailly abrégé)
ao.2 itér. de δίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
δόσκον: эп. aor. 2 iterat. к δίδωμι.
Greek (Liddell-Scott)
δόσκον: Ἰων. ἀόρ. β΄ τοῦ δίδωμι, Ὅμ.
English (Autenrieth)
see δίδωμι.
Greek Monotonic
δόσκον: Ιων. αόρ. βʹ του δίδωμι.