δύσνιφος
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
δύσνιφον, (νίψ)
A snowed upon, Nonn. D. 2.685.
2 chilly, wintry, ὕδωρ ib.3.210; οἶδμα ib.13.533.
Spanish (DGE)
(δύσνῐφος) -ον
1 cubierto de nieve δ. τένων Nonn.D.2.685.
2 borrascoso, tempestuoso ὕδωρ Nonn.D.3.210, 6.370, οἶδμα Nonn.D.13.533.
German (Pape)
[Seite 684] schneebelästet, schneeig; Nonn., ὕδωρ, D. 6, 370, u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
δύσνῐφος: -ον, (νὶψ) χιονοσκεπής, καταχιονισμένος, Νόνν. Δ. 2. 685. 2) ἀλλαχοῦ παρὰ Νόνν., παγετώδης, ψυχρός, ὕδωρ, οἶδμα.
Greek Monolingual
δύσνιφος, -ον (Α)
1. σκεπασμένος με χιόνια
2. παγωμένος, κατάψυχρος.