είδημα

From LSJ

ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society

Source

Greek Monolingual

εἴδημα, το (Α)
γνώση, μάθηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είδημα σχηματίζεται με την απαθή βαθμίδα της ρίζας weid- «γνωρίζω», που απαντά στον παρακμ. οίδα].