ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society
εἴδημα, το (Α)γνώση, μάθηση.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είδημα σχηματίζεται με την απαθή βαθμίδα της ρίζας weid- «γνωρίζω», που απαντά στον παρακμ. οίδα].