εγγύτητα

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐγγύτης)
το να βρίσκεται κάτι κοντά σε κάτι άλλο
(αρχ. -μσν.) ομοιότητα, συγγένεια.