ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart
ἐγκάθημαι (Α)1. κάθομαι μέσα ή πάνω σε κάτι2. ενεδρεύω3. φρουρώ, φυλάσσω4. μένω πιστός σε κάτι.