εικοσαπλάσιος

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (AM εἰκοσαπλάσιος, -α, -ον)
είκοσι φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος.