εισβαίνω

Greek Monolingual

εἰσβαίνω (AM)
εισέρχομαι
μσν.
περνώ, διαβαίνω
αρχ.
1. επιβιβάζομαι σε πλοίο
2. (για εμπορεύματα) εισάγομαι από ξένη χώρα
3. με προεξοχή μου προσαρμόζομαι κάπου
4. φρ. «τοιαῡτα μέντοι καὐτὸς εἰσέβην κακά», «εἰσέβην ἄτης ἄβυσσον πέλαγος» — σε τέτοιες συμφορές έπεσα ή βρέθηκα
5. «ἐς δ' ἑκατόμβην βῆσε θεῷ» — κι έμπασε στο πλοίο εκατό βόδια για θυσία.