εισπίπτω

From LSJ

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403

Greek Monolingual

εἰσπίπτω (AM)
1. πέφτω μέσα, ρίχνομαι σε κάτι με ορμή
2. περιέρχομαι σε μια κατάσταση, καταντώ
3. εισβάλλω, επιτίθεμαι
αρχ.
1. εμφανίζομαι ξαφνικά
2. (για πληρωμές, έσοδα) εισρέω στο ταμείο.