εισπίπτω

From LSJ

εἰς ὁδόν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε → go not into the way of the Gentiles (Matthew 10:5)

Source

Greek Monolingual

εἰσπίπτω (AM)
1. πέφτω μέσα, ρίχνομαι σε κάτι με ορμή
2. περιέρχομαι σε μια κατάσταση, καταντώ
3. εισβάλλω, επιτίθεμαι
αρχ.
1. εμφανίζομαι ξαφνικά
2. (για πληρωμές, έσοδα) εισρέω στο ταμείο.