εκατόμβοιος

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source

Greek Monolingual

ἑκατόμβοιος, -ον (Α)
αυτός που έχει αξία εκατό βοδιών ή εκατό χρυσών νομισμάτων που έχουν παράσταση βοδιών.