εκβλαστάνω
From LSJ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
Greek Monolingual
(AM ἐκβλαστάνω)
(αμτβ.) φυτρώνω, φύομαι, βλαστάνω
νεοελλ.
βγάζω βλαστούς
αρχ.-μσν.
κάνω να βλαστήσει, να αυξηθεί
αρχ.
1. προέρχομαι
2. εξαπλώνω
3. προάγω, προκαλώ
4. αναζωογονώ.