ἐκβλαστάνω

English (LSJ)

aor. I
A ἐξεβλάστησα Hp.Alim.6, but inf. ἐκβλαστεῖν Thphr.CP3.23.1:—shoot, sprout, Id.HP7.2.3: metaph., τύραννος ἐκ προστατικῆς ῥίζης ἐ. Pl.R.565d, cf. Procl.Inst.36.
2 c. acc., grow out of, τὴν ἰδίην ἰδέην Hp.l.c.
II cause to grow, produce, ἔξοδον χλοῆς LXX Jb.38.27; cause to revive, τὴν φυήν Aret.CA2.3.

Spanish (DGE)

I intr.
1 bot. germinar de semillas, Thphr.HP 7.1.7, CP 4.6.1, ὁ δὲ καρπὸς ἀφαιρούμενος ἐκβλαστάνει καὶ ἀποδίδωσι τὸ κρίνον Thphr.HP 6.6.8, cf. CP 3.7.3
rebrotar, producir renuevos ἐκβλαστάνει ... μάλιστα τὰ ἐλάϊνα la madera de olivo produce renuevos con más facilidad que otras Thphr.HP 5.9.8, ὁ γὰρ ἱστὸς τῆς νεὼς ἐξεβλάστησεν Luc.VH 2.41.
2 gener. nacer, brotar κέρατα ... ἀπογίνεται καὶ αὖθις ἐκβλαστάνει ζῴοις Paus.5.12.2, frec. en uso fig., c. gen. o prep. y gen. στέργω δὲ τὸν φύσαντα ... κείνου γὰρ ἐξέβλαστον E.Fr.1064.6, cf. 14.7P., (τύραννος) ἐκ προστατικῆς ῥίζης ... ἐκβλαστάνει Pl.R.565d, τᾶς ... ἀκρασίας ἐξεβλάστασαν ἄθεσμοι γάμοι Pythag.Ep.2.5.
II tr.
1 hacer brotar, producir τὴν μὲν ἰδίην ἰδέην ἐξεβλάστησεν, τὴν δὲ προτέρην ... ἐξημαύρωσεν de los alimentos tras ser ingeridos, Hp.Alim.6, ἔξοδον χλόης LXX Ib.38.27, cf. abs. LXX Is.55.10, fig. τὰ πονηρὰ σπέρματα ... τοὺς φθοροποιοὺς καρποὺς ἐξεβλάστησεν Basil.Ep.92.2, cf. Mac.Aeg.Hom.12.14, καλὸν δένδρον Rom.Mel.54.θʹ.9.
2 recuperar, renovar (ὁ νοσέων) ἐξεβλάστησε τὴν φυήν Aret.CA 2.3.18.

German (Pape)

[Seite 754] (s. βλαστάνω), auskeimen, ausschlagen, Theophr. u. a. Sp.; übertr., ἄλλοθεν ἐκβλ. ὁ τύραννος Plat. Rep. VIII, 565 d. – Scheinbar transit., ἡ αἴσθησις ἐξεβλάστησε τὴν φυήν Aret.; vgl. Lob. zu Soph. Ai. p. 382.

French (Bailly abrégé)

1 intr. germer, éclore;
2 tr. faire pousser, faire éclore.
Étymologie: ἐκ, βλαστάνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκβλαστάνω: досл. произрастать, перен. возникать, появляться Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκβλαστάνω: φυτρώνω, ὅταν περ φύηται τύραννος, ἐκ προστατικῆς ῥίζης καὶ οὐκ ἄλλοθεν ἐκβλαστάνει Πλάτ. Πολ. 565D. II. μεταβ. κάμνω νὰ βλαστήσῃ, νὰ αὐξηθῇ τι, παράγω τι, Ἱππ. 380, 51.

Greek Monolingual

(AM ἐκβλαστάνω)
(αμτβ.) φυτρώνω, φύομαι, βλαστάνω
νεοελλ.
βγάζω βλαστούς
αρχ.-μσν.
κάνω να βλαστήσει, να αυξηθεί
αρχ.
1. προέρχομαι
2. εξαπλώνω
3. προάγω, προκαλώ
4. αναζωογονώ.

Greek Monotonic

ἐκβλαστάνω: αόρ. βʹ ἐξ-έβλαστον, φυτρώνω, φύομαι, σε Πλάτ.

Chinese

原文音譯:™xanatšllw 誒克士-安那-帖羅
詞類次數:動詞(2)
原文字根:出去-向上-完成
字義溯源:破土而出,萌芽,發苗,突出;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(ἀνατέλλω)=起來)組成;其中 (ἀνατέλλω)又由(ἀνά)*=上)與(τέλος)=界限,結局)組成,而 (τέλος)出自(τελέω)X*=有目標的計劃)
出現次數:總共(2);太(1);可(1)
譯字彙編
1) 發苖(2) 太13:5; 可4:5