Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εκκαθαρίζω

From LSJ

Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh

Menander, Monostichoi, 137

Greek Monolingual

και ξεκαθαρίζω (AM ἐκκαθαρίζω)
νεοελλ.
1. απαλλάσσω κάτι απ' ό,τι περιττό ή άχρηστο
2. (για υπηρεσία, οργάνωση κ.λπ.) απαλλάσσω από όσους ανίκανους, περιττούς ή ανεπιθύμητους υπηρετούν
3. (για υπόθεση) αποσαφηνίζω («το ζήτημα ξεκαθάρισε»)
4. (για λογαριασμό) τακτοποιώ, βρίσκω το πιστωτικό ή χρεωστικό υπόλοιπο
5. φρ. ()ξεκαθάρισε
βγαίνει ασφαλές συμπέρασμα ότι...