ἐκκλησιασμός

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκλησιασμός Medium diacritics: ἐκκλησιασμός Low diacritics: εκκλησιασμός Capitals: ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: ekklēsiasmós Transliteration B: ekklēsiasmos Transliteration C: ekklisiasmos Beta Code: e)kklhsiasmo/s

English (LSJ)

ὁ, the holding an ἐκκλησία, Plb.15.26.9.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
sesión de la asamblea παραπλήσια ... ἐγίνετο ... συστήματα κατὰ τοὺς ἐκκλησιασμούς Plb.15.26.9.

German (Pape)

[Seite 763] ὁ, das Halten einer Volksversammlung, Pol. 15, 26, 9.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκλησιασμός:проведение собрания Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκλησιασμός: ὁ, τὸ ἐκκλησιάζειν, συνέλευσις, Πολύβ. 15. 26, 9.

Greek Monolingual

ο (AM ἐκκλησιασμός)
νεοελλ.
το να εκκλησιάζεται κανείς, να μετέχει στη Θεία Λειτουργία
αρχ.
συνέλευση του λαού.