ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
ἐκπροχέω (Α)1. αφήνω να χυθούν, να στάξουν προς τα εμπρός («λοιβὰς ἐκπροχέων»)2. βγάζω, εκστομίζω («ἐκπροχέων ἰαχάν»)3. αφήνω να ξεχυθούν, να πέσουν («ἐκπροχέουσα πλοκάμους»).