εκστατικός

From LSJ

Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht

Menander, Monostichoi, 299

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐκστατικός, -ή, -όν)
μσν.- νεοελλ.
αυτός που βρίσκεται σε έκσταση, σε θαυμασμό, σε θάμβος, ο κατάπληκτος
μσν.
αυτός που γίνεται με έκσταση
αρχ.
1. αυτός που έχει την τάση να απομακρύνεται από κάτι, ο άστατος (αντίθ. εμμενετικός)
2. αυτός που χάνει την αυτοκυριαρχία του, που γίνεται έξω φρενών, ο ευερέθιστος
3. ενεργ. ο ικανός για μετατόπιση ή μετακίνηση
4. (μτβ.) αυτός που προκαλεί διασάλευση φρενών.