ενάργεια

From LSJ

Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an

Menander, Monostichoi, 122

Greek Monolingual

η (AM ἐνάργεια)
η αισθητοποίηση σκέψεων, εντυπώσεων, ιδεών κ.λπ. με ζωηρό ύφος, ζωηρή περιγραφή, διαύγεια, σαφήνεια εκφράσεως
αρχ.
1. καθαρότητα, σαφήνεια, ευκρίνεια
2. εναργής θέα, καθαρότητα παραστάσεως
3. οφθαλμοφάνεια, η ιδιότητα του ευκολοαπόδεικτου
4. (φιλοσ.) σαφής αντίληψη, κατανόηση.