ενάργεια
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
Greek Monolingual
η (AM ἐνάργεια)
η αισθητοποίηση σκέψεων, εντυπώσεων, ιδεών κ.λπ. με ζωηρό ύφος, ζωηρή περιγραφή, διαύγεια, σαφήνεια εκφράσεως
αρχ.
1. καθαρότητα, σαφήνεια, ευκρίνεια
2. εναργής θέα, καθαρότητα παραστάσεως
3. οφθαλμοφάνεια, η ιδιότητα του ευκολοαπόδεικτου
4. (φιλοσ.) σαφής αντίληψη, κατανόηση.