εμβριθής

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

-ές (AM ἐμβριθής, -ές)
πολύ μελετημένος, περισπούδαστος, βαθυστόχαστος
αρχ.
1. (για ήχο) βαθύς, δυνατός
2. ισχυρός, δυνατός
3. σταθερός, ατάραχος
4. (για κακό) λυπηρός
5. ενοχλητικός, φορτικός
6. (για πρόσ.) βίαιος, ευέξαπτος
7. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμβριθές
η εμβρίθεια.