εμπρόθεσμος

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐμπρόθεσμος, -ον)
αυτός που γίνεται μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα, σε ορισμένη προθεσμία. (Επίρρ.) εμπροθέσμως, -α
μέσα στην ορισμένη προθεσμία, έγκαιρα.