Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
το (AM ἐμφύσημα)
νεοελλ.
διήθηση οργάνου από διείσδυση αέρα («εμφύσημα πνευμόνων ή πνευμονικό», υποδόριο ή μεσαυλικό, οξύ ή χρόνιο»)
μσν.
1. «θεῖον ή Θεοῦ ἐμφύσημα» — η επίπνευση του Αγίου Πνεύματος, η θεοπνευστία
2. πνοή.
αρχ.
διόγκωση, πρήξιμο, φούσκωμα κάποιου μέρους του σώματος.