ενάρμοστος

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐνάρμοστος, -ον)
αυτός που συμφωνεί, που προσαρμόζεται σε κάτι
αρχ.
αρμονικός, εύρυθμος («ἐναρμόστου συμφωνίας», ΠΔ Μακκ.).