εννεάχιλοι

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

ἐννεάχιλοι, -αι, -α (επικ. τ. αντί ἐνάκις χίλιοι) (Α)
εννέα χιλιάδες («ὅσσον τ' έννεάχιλοι ἐπίαχον», Ομ. Ιλ.).