ἐννεάχιλοι
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
αι, α, Ep. for ἐνάκις χίλιοι, nine thousand, Il. 5, 860 (v. ἐννεάχειλος²); ἄνδρες Ps.-Luc. Philopatr. 6; sg., κτύπος ἐννεάχιλος noise as of 9000, Nonn. D. 8.45.
German (Pape)
[Seite 847] αι, α, neuntausend, Il. 5, 860 u. sonst; sing., κτύπος ἐννεά χιλος, Nonn. D. 8, 45.
French (Bailly abrégé)
αι, α;
neuf mille.
Étymologie: ἐννέα, χίλιοι.
Russian (Dvoretsky)
ἐννεάχῑλοι: οἱ, αἱ, τά indecl. девять тысяч Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννεάχῑλοι: -αι, -α, Ἐπικ. ἀντὶ ἐνάκις χίλιοι· ― ὅσσον τ’ ἐννεάχιλοι ἐπίαρχον ἢ δεκάχιλοι Ἰλ. Ε. 860, Ξ. 148: ― ἐν τῷ ἑν., κτύπον ἐννεάχιλον, θόρυβον ὡς ἐξ 9000 ἀνθρώπων, Νόνν. Δ. 8. 45.
Greek Monolingual
ἐννεάχιλοι, -αι, -α (επικ. τ. αντί ἐνάκις χίλιοι) (Α)
εννέα χιλιάδες («ὅσσον τ' έννεάχιλοι ἐπίαχον», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
ἐννεάχῑλοι: -αι, -α, Επικ. αντί ἐνάκις χίλιοι, εννιά χιλιάδες, σε Ομήρ. Ιλ.