εντύνω
From LSJ
Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir
Greek Monolingual
(I)
ἐντύνω και ἐντύω (Α)
Ι. 1. παρασκευάζω, ετοιμάζω, ευτρεπίζω
2. (για πλοίο) εφοδιάζω, εφοπλίζω, εξοπλίζω
3. αναγκάζω, διατάζω, παραινώ, συνιστώ («κρατερή μιν ἀνάγκη ἐντύει», Θέογν.)
4. φρ. «ἐντύνω ὑπόσχεσιν» — εκπληρώνω υπόσχεση που έδωσα.
(II)
και ντύνω (AM ἐνδύω και ἐνδύνω, Μ και ἐντύνω, ντύνω, ἐντένω)
βλ. ενδύω, ντύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εντύνω θεωρείται μετονοματικό παράγωγο ενός υποτιθέμενου τ. εντύς, παράλληλου προς το έντος (βλ. έντεα)
πρβλ. κλειτύς-κλείτος, πληθύς-πλήθος. Σχηματίστηκε πιθ. με επίθημα -ye- / -yo- αναλογικά προς το αρτύνω].