εξάριθμος
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
Greek Monolingual
(I)
ἐξάριθμος, -ον (Α) αριθμός
υπεράριθμος («τῆς τάξεως ἐξάριθμοι ἦσαν», Ασκληπιόδ.).
(II)
ἑξάριθμος, -ον (AM) έξι
1. εξαπλός, εξαπλάσιος
(«ἀγῶνα... ἑξάριθμον», Πίνδ.)
2. επιτ. πολλαπλάσιος.