εξάχορδος

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἑξάχορδος, -ον)
αυτός που έχει έξι χορδές
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑξάχορδον
κλίμακα έξι φθόγγων με ένα ημιτόνιο στη μέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + χορδή.