εξανέχω

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source

Greek Monolingual

ἐξανέχω (Α) ανέχω
1. κρατώ ψηλά από κάτι
2. (συνηθέστ. αμτβ.) ανυψώνομαι, προεξέχω («στήλην Ἀφαρπίου ἐξανέχουσαν τύμβον», Θεόκρ.)
2. μέσ. (με μτχ.) ανέχομαι, υπομένω («οὐ γὰρ ἐξηνέσχετο ἰδών», Αριστοφ.).