ἐξανέχω
τράγος γένειον ἆρα πενθήσεις σύ γε → you, goat, will mourn your vanished beard | you will mourn your beard like the goat in the proverb
English (LSJ)
A hold up from: mostly intr., jut out from, stand up upon, ἀγκὼν ἐ. γαίης A.R.2.370; στήλη ἐ. τύμβου Theoc.22.207.
II Med. (impf. and aor. 2 with double augm. ἐξηνειχόμην, ἐξηνεσχόμην, cf. ἀνέχω), bear up against, endure, suffer, with part., οὗ λόγων ἄλγιστ' ἂν ἐξανασχοίμην κλύων S.OC1174, cf. Ph.1355, E.Alc.952; οὐ γὰρ ἐξηνέσχετο ἰδών Ar.Pax702; ταῦτα παῖδας ἐξανέξεται πάσχοντας; E.Med.74, cf. Andr.201; ταῦτα δόξανθ'.. ἐξηνέσχετο that these things should be decreed, Id.Heracl.967.
Spanish (DGE)
• Morfología: [med. fut. ἐξανέξομαι E.Alc.952, Med.74, Andr.201, pero ἐξανασχήσομαι S.Ph.1355]
1 en v. med., c. valoración neg. aguantar, tolerar, contenerse c. part. pred. del obj. ταῦτ' ἐξανασχήσεσθε, τοῖσιν Ἀτρέως ἐμὲ ξυνόντα παισίν; ¿soportaréis esto, que yo viva con los hijos de Atreo? S.l.c., ταῦτα ... παῖδας ἐξανέξεται πάσχοντας; E.Med.74, παῖδας ἐξανέξεται ... τυράννους ὄντας E.Andr.201, c. part. pred. del suj. οὗ λόγων ἄλγιστ' ἂν ἀνδρῶν ἐξανασχοίμην κλύων cuyas palabras soportaría escuchar más penosamente que las de cualquier hombre S.OC 1174, οὐ γὰρ ἐξανέξομαι λεύσσων δάμαρτος τῆς ἐμῆς ὁμήλικας E.Alc.952, οὐ γὰρ ἐξηνέσχετο ἰδὼν πίθον καταγνύμενον Ar.Pax 702
•abs. κἀγὼ οὐκέτ' ἐξηνεσχόμην y yo ya no aguanté más Ar.Nu.1373.
II en v. act., sent. fís.
1 c. gen. sobresalir de στήλην ... ἐξανέχουσαν τύμβου ἀναρρήξας habiendo arrancado la estela que sobresalía de la tumba Theoc.22.207, ἀγκὼν ἐξανέχει γαίης A.R.2.370, de una estatua ὁ (μηρός) ... ἔξω δὲ ἐξανέχει τοῦ βάθρου el muslo sobresale fuera del pedestal Lib.Descr.17.6.
2 soportar, sostener ὁ μὲν (πούς) ... ἐξανέχει τὸν ἀετὸν βάθρον καθίσταμενος ὄρνιθι uno (de los pies) (de la estatua de Prometeo) sostiene el águila constituyendo la base para el pájaro Lib.Descr.19.10.
German (Pape)
[Seite 869] (s. ἔχω), 1) hervorstehen, hervorragen; κεῖθεν δὲ προτέρωσε μέγας ἀγκὼν ἐξανέχει γαίης, ins Meer hinein, Ap. Rh. 2, 370, vgl. 4, 168; στάλαν ἐξανέχουσαν τύμβῳ Theocr. 22, 207. – 2) Med., auf sich nehmen, erdulden (vgl. ἀνέχομαι), gew. mit dem partic., πῶς ταῦτ' ἐξανασχήσεσθε τοῖσιν Ἀτρέως ἐμὲ ξυνόντα παισίν Soph. Phil. 1339; οὗ λόγων ἄλγιστ' ἂν ἐξανασχοίμην κλύων O. C. 1176, seine Reden zu hören; ταῦτα παῖδας ἐξανέξεται πάσχοντας, daß die Kinder das leiden, Eur. Med. 74, vgl. Alc. 955 Andr. 200; Ar. Pax 702 Nubb. 1377.
French (Bailly abrégé)
f. ἐξανέξω ou ἐξανασχήσω;
Moy. f. ἐξανέξομαι ou ἐξανασχήσομαι, ao.2 ἐξανεσχόμην et ἐξηνεσχόμην;
supporter, acc. ; οὗ λόγων ἄλγιστ' ἂν ἐξανασχοίμην κλύων SOPH je souffrirais cruellement à écouter ses paroles.
Étymologie: ἐξ, ἀνέχω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξανέχω:
1 выдаваться, подниматься, выситься (στήλη ἐξανέχουσα τύμβου Theocr.);
2 med. (fut. ἐξανέξομαι и ἐξανασχήσομαι, aor. 2 ἐξανεσχόμην и ἐξηνεσχόμην) выдерживать, выносить, терпеть: οὖ λόγων ἄλγιστ᾽ ἂν ἀνδρῶν ἐξανασχοίμην κλύων Soph. чьи слова для меня невыносимее всех других; ἢ τοὺς ἐμούς τις παῖδας ἐξανέξεται Φθίας τυράννους ὄντας; Eur. разве кто-л. допустит, чтобы мои дети царили во Фтии?; οὐκέτ᾽ ἐξηνεσχόμην, ἀλλ᾽ ἐξαράττω πολλοῖς κακοῖς Arph. я не вытерпел и стал браниться.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξανέχω: μέλλ. -ξω, κρατῶ ὑψηλὰ ἀπό τινος, ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἀμεταβ., ἐξέχω ἀπό τινος, κεῖθεν δὲ προτέρωσε μέγας καὶ ὑπείροχος ἀγκὼν ἐξανέχει γαίης, «ἔκκειται εἰς τὴν θάλασσαν» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 370· στάλαν... ἐξανέχουσαν τύμβου, ἀνυψουμένην ἐκ τοῦ τύμβου, Θεόκρ. 22. 207. ΙΙ. Μέσ. (παρατ. καὶ ἀόρ. μετὰ διπλῆς αὐξήσ. ἐξηνειχόμην, ἐξηνεσχόμην, πρβλ. ἀνέχω), ὑπομένω, ἀνέχομαι, μετὰ μετοχ., οὗ λόγων ἐγὼ ἄλγιστ’ ἂν ἀνδρῶν ἐξανασχοίμην κλύων = ἄλγιον ἢ παντὸς ἄλλου ἀνδρὸς (λόγων), Σοφ. Ο. Κ. 1174, πρβλ. Φιλ. 1355, Εὐρ. Ἄλκ. 952· οὐ γὰρ ἐξηνέσχετο ἰδὼν Ἀριστοφ. Εἰρ. 702· οὐ... ταῦτα παῖδας ἐξαγέξεται πάσχοντας Εὐρ. Μήδ. 74, πρβλ. Ἀνδρ. 201· καὶ ταῦτα δόξανθ’ Ὕλλος ἐξηνέσχετο; ὁ αὐτὸς Ἡρακλ. 967.
Greek Monolingual
ἐξανέχω (Α) ανέχω
1. κρατώ ψηλά από κάτι
2. (συνηθέστ. αμτβ.) ανυψώνομαι, προεξέχω («στήλην Ἀφαρπίου ἐξανέχουσαν τύμβον», Θεόκρ.)
2. μέσ. (με μτχ.) ανέχομαι, υπομένω («οὐ γὰρ ἐξηνέσχετο ἰδών», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
ἐξανέχω: μέλ. -έξω,
I. κρατώ ψηλά από· αλλά κυρίως αμτβ., εξέχω από, με γεν., σε Θεόκρ.
II. Μέσ., παρατ. και αόρ. βʹ με διπλή αύξηση ἐξηνειχόμην, ἐξηνεσχόμην, ανέχομαι, υπομένω, με μτχ., ἐξανασχοίμην κλύων, σε Σοφ.· ταῦτα παῖδας ἐξανέξεται πάσχοντας, σε Ευρ.· ταῦτα δόξαντ' ἐξηνέσχετο, επέμεναν ότι αυτά τα πράγματα θα έπρεπε να θεσπιστούν, στον ιδ.
Middle Liddell
fut. -έξω
I. to hold up from: but mostly intr. to jut out from, c. gen., Theocr.
II. Mid., imperf. and aor2 with double augm. ἐξηνειχόμην, ἐξηνεσχόμην, to bear up against, endure, with part., ἐξανασχοίμην κλύων Soph.; ταῦτα παῖδας ἐξανέξεται πάσχοντας Eur.; ταῦτα δόξαντ' ἐξηνέσχετο endured that these things should be decreed, Eur.
Translations
endure
Albanian: duroj; Arbëresh: psonj; Arabic Egyptian Arabic: دام; Aromanian: aravdu; Azerbaijani: dözmək; Bulgarian: издържам; Catalan: aguantar; Chinese Mandarin: 承受, 忍受; Czech: vytrvat; Danish: holde, vare; Dutch: voortduren; Esperanto: elteni; Finnish: kestää; French: endurer, perdurer; Galician: aguantar, perdurar; Georgian: გაძლება, თმენა, მოთმენა; German: ertragen, aushalten; Gothic: 𐌲𐌰𐌱𐌴𐌹𐌳𐌰𐌽, 𐍆𐍂𐌰𐌱𐌰𐌹𐍂𐌰𐌽; Greek: αντέχω; Ancient Greek: ἀναμένω, ἀνατλῆναι, ἀνέχομαι, ἀντέχω, ἀντίσχω, ἀρκέω, ἀρκῶ, ἀτρεμέω, ἀτρεμῶ, βαστάζω, διαμένω, διαπάσχω, διαρκέω, διαρκῶ, διατλῆναι, διαφέρω, ἐξανέχω, ἐπιμένω, ἐπιτείνω, ἐπιτολμάω, ἐπιτολμῶ, κρατέω, κρατῶ, κρετέω, κρετῶ, μοχθέω, μοχθῶ, ξυνίστημι, ὀχέω, ὀχῶ, παραμένω, περιμένω, περιφέρω, στέγω, συνίστημι, ταλαιπωροῦμαι, τλάω, τλῶ, τολμάω, τολμῶ, ὑπεκφέρω, ὑπομένω, ὑποφέρω, φέρω; Hungarian: kitart; Ido: durar; Italian: durare, restare, resistere, perdurare; Japanese: 耐える; Khmer: ទ្រាំ, ស៊ូទ្រាំ; Ladin: tenì ora; Latin: perpetior, habeo; Maori: taimau; Norman: enduther; Norwegian Bokmål: holde ut; Occitan: durar, perdurar; Polish: wytrzymać; Portuguese: aguentar, prevalecer; Romanian: îndura, răbda; Russian: выдерживать, выдержать, терпеть, вытерпеть, выносить, вынести; Spanish: aguantar, perdurar; Telugu: నిలబడు, నిలుచు; Urdu: قائم رہنا